- μαθηματάριο(ν)
- το(βυζ. μουσ.)1. το τμήμα τής εκκλησιαστικής μουσικής σειράς που περιλαμβάνει έντεχνα αργά μελωδήματα με παραχορδές, αναγραμματισμούς και στο τέλος κράτημα2. το βιβλίο που περιέχει αυτά τα μελωδήματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μάθημα. Η λ. μαρτυρείται από το 1850 στους Ιω. Λαμπαδάριο και Στ. Δομέστικο].
Dictionary of Greek. 2013.